γλαρίς

γλαρίς
(-ίδος) η см. γλυφίδα 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γλαρίς" в других словарях:

  • γλαρίς — chisel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαρίς — ( ίδος), η (Α γλαρίς) νεοελλ. το κάτω άκρο τού γεωτρύπανου αρχ. σμίλη, σκαρπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα ιδ που απαντά σε σημασιολογικά συγγενείς λέξεις που δηλώνουν μικρά εργαλεία (πρβλ. γραφίς, γλυφίς, κοπίς).… …   Dictionary of Greek

  • γλαρίδας — γλαρίς chisel fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαρίδες — γλαρίς chisel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»